ἀπόκλιμα

ἀπόκλιμα
ἀπόκλιμα
a slope
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόκλιμα — ἀπόκλιμα, το (Α) [αποκλίνω] 1. η κατηφοριά 2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλιμάτεσσιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλιμάτων — ἀπόκλιμα a slope neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίμασι — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίμασιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίματα — ἀπόκλιμα a slope neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίματι — ἀπόκλιμα a slope neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίματος — ἀπόκλιμα a slope neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”